Πέθανε στα 92 του το πρωί της Πέμπτης ο σεισμολόγος Βασίλης Παπαζάχος, ο ομότιμος καθηγητής που συνδέθηκε άρρηκτα

Βασίλης Παπαζάχος: Θλίψη στην επιστημονική κοινότητα και ολόκληρη την ελληνική κοινωνία προκάλεσε ο θάνατος του ομότιμου καθηγητή της Γεωφυσικής του ΑΠΘ σε ηλικία 92 ετών. Του «πατριάρχη» των σεισμολόγων, ο οποίος στην πολυετή εντυπωσιακή καριέρα του είχε ταυτιστεί με τα… ρίχτερ. Ανθρωπος πράος και καταδεκτικός, κατάφερνε να μιλά στην ψυχή των Ελλήνων και να τους καθησυχάζει σε ό,τι αφορούσε τη διαχείριση του Εγκέλαδου.

Ο Βασίλης Παπαζάχος «εισέβαλε» στην ελληνική οικογένεια με τον καταστρεπτικό και φονικό σεισμό του 1978 που χτύπησε τη Θεσσαλονίκη. Τότε ήταν 48 ετών και καθηγητής στο Αριστοτέλειο. Λίγοι γνωρίζουν την ιστορία που εκτυλίχθηκε μετά το σεισμό και την πρόθεση της ελληνικής κυβέρνησης να διατάξει την εκκένωση της Θεσσαλονίκης λόγω των μετασεισμών!

«Ηθελε τη γνώμη μου»

Ηταν Τετάρτη 5 Ιουλίου 1978 και είχαν περάσει μόλις 15 μέρες από τον μεγάλο σεισμό των 6,5 ρίχτερ που δόνησε τη Θεσσαλονίκη το βράδυ της Τρίτης 20 Ιουνίου σκοτώνοντας 49 άτομα. Στο βιβλίο του «Ταξίδι στο παρελθόν μου» περιγράφει όλα όσα έγιναν στο σεισμό και προχωρά σε αποκαλύψεις. «Στις 5 Ιουλίου 1978, όταν είχαν επιστρέψει αρκετοί Θεσσαλονικείς στα σπίτια τους, έγινε σεισμός 5 ρίχτερ που είχε την εστία του στο δυτικό μέρος του ρήγματος και ήταν πολύ κοντά στην πόλη. Για αυτό πρότειναν στον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή να εκδώσει ανακοίνωση για να συστήσει στους κατοίκους να φύγουν από την πόλη. Ο Καραμανλής με κάλεσε τότε και μου είπε ότι αυτός θα λάβει τη σχετική πολιτική απόφαση, αλλά ήθελε πρώτα τη γνώμη μου. Του είπα ότι δεν πρέπει να εκδώσει τέτοια ανακοίνωση, γιατί η διεθνής σχετική εμπειρία δείχνει ότι τέτοιες ανακοινώσεις έχουν συνήθως μεγαλύτερες αρνητικές κοινωνικές συνέπειες απ’ ό,τι ένας ισχυρός σεισμός. Του ανέφερα επίσης ότι από τις μέχρι τώρα καταγραφές προκύπτει πως η μετασεισμική ακολουθία εξελίσσεται ομαλά, δηλαδή η συχνότητα των μετασεισμών φθίνει με το χρόνο και παραμένει σταθερό το μέσο μέγεθος όπως αναμένεται. Συνομίλησε κατόπιν και με τους υπουργούς Δημοσίων Εργων (Ν. Ζαρντινίδη) και Βορείου Ελλάδος (Ν. Μάρτη) και αποφάσισε να μην εκδώσει την ανακοίνωση», έγραψε στο βιβλίο του.

Ξάφνιασμα…

Ο αείμνηστος καθηγητής χαρακτήρισε το σεισμό του ’78 συνηθισμένο φυσικό φαινόμενο αφού κάθε τρία χρόνια κατά μέσο όρο γίνεται ένας σεισμός αυτού του μεγέθους στην Ελλάδα. «Ηταν ο πρώτος ισχυρός σεισμός που έπληξε σοβαρά ένα μεγάλο αστικό κέντρο στην Ελλάδα και για αυτό δεν υπήρχε η σχετική εμπειρία αντιμετώπισης τέτοιων και τόσο εκτεταμένων καταστροφών. Η γένεση του καταστρεπτικού σεισμού στις 20 Ιουνίου 1978 ξάφνιασε και δημιούργησε στην πόλη συνθήκες για τις οποίες το ελληνικό κράτος δεν ήταν έτοιμο», ανέφερε. Μάλιστα, περιέγραψε το πώς βίωσε η οικογένειά του τη δόνηση. «Τρέξαμε αμέσως με την Κατερίνα να προστατέψουμε τα παιδιά και βγήκαμε ψύχραιμα έξω. Εγώ έφυγα για το υπουργείο Βορείου Ελλάδος, όπου μετείχα σε συσκέψεις για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Τα τρία πρώτα βράδια κοιμηθήκαμε έξω και, αφού το σπίτι που μέναμε ελέγχθηκε από μηχανικούς, μπήκαμε μέσα με την Κατερίνα. Τα δύο παιδιά μας με την πεθερά μου έφυγαν για την Αθήνα και αργότερα πήγαν στον Βόλο», είχε γράψει.